ἀργήσω

ἀργήσω
ἀ̱ργήσω , ἀργέω
to be unemployed
aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)
ἀργέω
to be unemployed
aor subj act 1st sg
ἀργέω
to be unemployed
fut ind act 1st sg
ἀ̱ργήσω , ἀργέω
to be unemployed
futperf ind act 1st sg (doric aeolic)
ἀργέω
to be unemployed
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αργώ — I (Αστρον.). Αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου, γνωστός από την αρχαιότητα. Πήρε το όνομά του από το περίφημο ομώνυμο πλοίο των Αργοναυτών. Ο αστερισμός αυτός καλύπτει μεγάλη έκταση στην ουράνια σφαίρα και δεν αναφέρεται με αυτή την ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • τεταρτάκι — το, Ν [τέταρτο] υποκορ. τής λ. τέταρτο («θ αργήσω ένα τεταρτάκι μόνο») …   Dictionary of Greek

  • δουλίτσα — η 1. μικρή δουλειά, εργασία: Θα αργήσω γιατί μου προέκυψε μια δουλίτσα. 2. μικρή υπηρέτρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”